- ελεοδύτης
- ἐλεοδύτης, ο (AM)υπηρέτης ή επιστάτης σε μαγειρείοαρχ.επίθετο τών Δηλίων που υπηρετούσαν ως μάγειροι κατά τα Δήλια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλεοδύται — ἐλεοδύτης sacrificial cook masc nom/voc pl ἐλεοδύτᾱͅ , ἐλεοδύτης sacrificial cook masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεοδυτῶν — ἐλεοδύτης sacrificial cook masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεοδύτας — ἐλεοδύτᾱς , ἐλεοδύτης sacrificial cook masc acc pl ἐλεοδύτᾱς , ἐλεοδύτης sacrificial cook masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)